- μαστίζειν
- μαστίζωwhippres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
шибать — шибить бросать, бить , ушибить, шибкий, ошибаться, ошибка, укр. шибати метать , блр. шыбаць, др. русск. шибати бить, греметь, поражать , ст. слав. шибати μαστίζειν (Супр.), болг. шибам бью, хлещу (Младенов 693), сербохорв. ши̏бати, ши̏ба̑м пороть … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… … Dictionary of Greek